Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

squeezing machine


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο squeeze παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: squeezing | machine

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
squeeze [sth] vtr (compress with the hand)πατάω, πιέζω, συμπιέζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ζουπάω, ζουπώ, ζουλάω, ζουλώ ρ μ
  (δέρμα)τσιμπάω, τσιμπώ ρ μ
 Robert squeezed the ketchup bottle, trying to get the last bit out.
 Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα.
squeeze [sth/sb] into [sth] vtr + prep (fit into a small space) (σε κτ ή μέσα σε κτ)στριμώχνω, χώνω ρ μ
 Nancy squeezed all her belongings into the car and set off for her new life.
 Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή.
squeeze [sth] vtr (fruit: extract juice from)στύβω, στείβω ρ μ
 William squeezed the oranges to make juice for breakfast.
 Ο Γουίλιαμ έστειψε τα πορτοκάλια για να κάνει χυμό για το πρωινό.
squeeze [sth] from [sth] vtr + prep (juice: extract) (κάτι από κάτι)στύβω, στείβω ρ μ
 Alice squeezed the juice from the lemons into a bowl.
 Η Άλις έστειψε τον χυμό από τα λεμόνια μέσα σε ένα μπολ.
squeeze n (tight grasp)ζούληγμα, ζούπηγμα ουσ ουδ
  σφίξιμο ουσ ουδ
  πίεση ουσ θηλ
 Leon felt the squeeze of Glenn's hand on his shoulder.
 Ο Λέον ένιωσε το σφίξιμο από το χέρι του Γκλεν στον ώμο του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the squeeze n informal, figurative (financial restrictions) (μτφ: οικονομική)στενότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)στρίμωγμα ουσ ουδ
 A lot of people have been feeling the squeeze since the beginning of the financial crisis.
squeeze n slang, figurative (lover) (καθομιλουμένη)αμόρε ουσ ουδ άκλ
  (αργκό, πιθανά προσβλ)γκόμενος, γκόμενα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 There's Angela and her new squeeze.
squeeze n (crush in tight space)συνωστισμός ουσ αρσ
  στρίμωγμα ουσ ουδ
  (αργκό)πάστωμα, στριμωξίδι ουσ ουδ
 It was a bit of a squeeze to get six people in the car, but they managed.
squeeze n (amount squeezed)μερικές σταγόνες επίθ + ουσ θηλ πλ
  (π.χ. λεμόνι)λίγος στυμμένος φρ ως επίθ
 Add a squeeze of lemon juice to the other ingredients and mix thoroughly.
squeeze through [sth] vi + prep (pass through with difficulty) (μέσα σε κτ, μέσα από κτ)χώνομαι ρ αμ
  (μέσα από κτ, από κτ)περνάω στριμωχτά ρ αμ + επίρ
  περνάω σπρώχνοντας ρ αμ + μτχ ενεστ
 Roger squeezed through the crowd.
squeeze into [sth] vi + prep (fit into small space)στριμώχνομαι ρ αμ
  συνωστίζομαι ρ αμ
  (αργκό)παστώνομαι ρ αμ
 The crowd squeezed into the small room to listen to the speaker.
squeeze [sb] vtr (hug tightly) (στην αγκαλιά μου)σφίγγω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ζουλάω, ζουλώ, ζουπάω, ζουπώ ρ μ
 Henry caught hold of Amber and squeezed her.
squeeze [sth] vtr (apply gentle pressure)σφίγγω ρ μ
 Nancy squeezed Paul's hand to reassure him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
squeeze [sb/sth] in,
squeeze in [sb/sth]
vtr phrasal sep
(manage to fit inside)στριμώχνομαι ρ αμ
 The box was beginning to bulge but he managed to squeeze in two more books.
squeeze [sb/sth] in,
squeeze in [sb/sth]
vtr phrasal sep
figurative (fit in schedule)στριμώχνω ρ μ
 The dentist was busy, but he managed to squeeze me in.
 Ο οδοντίατρος ήταν απασχολημένος αλλά κατάφερε να με στριμώξει.
squeeze in vi phrasal (manage to fit inside)στριμώχνω ρ μ
 The bus was crowded, but we all squeezed in.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
squeeze [sth] out vtr + adv (extract)στύβω ρ μ
  βγάζω ρ μ
 Polly squeezed every last drop of juice out of the lemon.
 Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι.
squeeze [sth] out of [sth] v expr (extract)πιέζω κτ να βγει από κάπου περίφρ
 Tom squeezed the last bit of toothpaste out of the tube.
 Ο Τομ πίεσε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, για να βγει και η ελάχιστη ποσότητα που είχε απομείνει.
squeeze [sb] out vtr + adv (exclude, push out)σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω ρ μ
 The party closed ranks against the rebel and squeezed her out.
squeeze [sb] out of [sth] v expr (exclude, push out)διώχνω ρ μ
  (θέση εργασίας)παύω, αποπέμπω ρ μ
 My grandfather was squeezed out of his job when the new boss took over.
 Ο παππούς μου αποπέμφθηκε από τη δουλειά του, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το καινούργιο αφεντικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση squeezing machine στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «squeezing machine».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!